Ο γκιώνης
Ήταν δυο αδέλφια πάντα αγαπημένα
Πρόβατα βοσκούσαν σ' άρχοντα μεγάλο
Γκιώνη λεν τον ένα δήμο λεν τον άλλο
Κάποια μέρα ο γκιώνησ δυο αρνάδεσ χάνει
Ψάχνει δεν τισ βρίσκει τριγυρνά και κλαίει
Έρχεται στη στάνη τ' αδελφού το λέει
Βρέθηκε κι εκείνοσ στην κακιά του ώρα
Άδικα χολιάζει σα θεριό θυμώνει
Το μαχαίρι βγάζει και τόνε σκοτώνει
Οι αρνάδεσ ήρθαν στο κοπάδι πάλι
Κι ο φονιάσ τισ βλέπει στέκεται κλαμένοσ
Γέρνει το κεφάλι μετανοημένοσ
Κι ο θεόσ τον είδε που χτυπά τα στήθη
Κλαίει νύχτα μέρα θέλει να πεθάνει
Και τον ελυπήθη και πουλί τον κανει
Και γι' αυτό το βράδυ άμα σκοτεινιάζει
Το πουλί θλιμένο στο δεντρί κλαρώνει
Κι όλη νύκτα κράζει
Γκιώνη γκιώνη γκιώνη