Άμστερνταμ
Νέγροι εργάτεσ και τουρίστεσ γιαπωνέζοι
Τη νυχτερινή κοστολογούσαν μοναξιά τουσ
Του έρωτα οι γριέσ ιέρειεσ τουσ γνέφαν
Και τουσ κατεύθυνε μονάχα η ματιά τουσ
Ήσουν κι εσύ ζωντανή κούκλα βιτρίνασ
Μικρή νεράιδα σε λίμνη του βορρά
Μ' αμηχανία νευρικά χαμογελούσεσ
Θα πρέπει να ‘σουν μόλισ μέρεσ στη δουλειά
Από το λάγνο βλέμμα τουσ
Μονάχα εσύ ευθύσ ξεκαρφωνόσουν
Μέχρι που στάθηκεσ σε μένα προσ στιγμήν
Για να μ' αφήσεισ βέβαια βιαστικά
Μα κάτι σκίρτησε μέσα σου το ξέρω
Γιατί περίεργα με κοίταξεσ ξανά
Άμστερνταμ άμστερνταμ κι απόψε με τρομάζεισ
Άμστερνταμ άμστερνταμ τισ μάσκεσ ξεσκεπάζεισ
Άμστερνταμ άμστερνταμ να πιω δώσε μου πάλι
Μια πεταλούδα κυνηγώ
Με παρασέρνει στο κενό και πέφτω στο κανάλι
Όχι δε θα μπω όχι δε θα μπω
Κι ασ έχω τόσα να σε ρωτήσω
Γιατί κατέληξεσ εκεί ενώ μπορούσεσ στη στιγμή
Μοντέλο να'σαι ή σταρ
Έχεισ αδέρφια γονείσ που σ'αγαπάνε
Σ' απάγγιο στήθοσ δεν εκούρνιασεσ ποτέ
Για σένα όλα τα λεφτά εικόνισμα κι ασημικά
Στα πόδια σου τα κάνω
Μόνο στα χείλη σου απαλά να σε φιλήσω και μετά
Να εξομολογηθώ
Τισ απαντήσεισ θα πάρω και θα φύγω
Μα όχι δεν μπαίνω δεν έχω μπει ποτέ
Με δέχτηκεσ γλυκά μου ‘βγαλεσ το σακάκι
Ανέπνευσα βαρειά ν' αρχίσω να μιλάω
Όμωσ δεν πρόλαβα ούτε λέξη να ξεστομίσω
Γιατί η λευκή σου σάρκα
Μου σκέπασε τα πάντα
Κι έτσι έμαθα κι εγώ στο κόκκινο σοκάκι αυτό
Μια νύχτα του δεκέμβρη
Ποτέ μου να μην μπλέκω πια
Τα πάθη τα αισθήματα με τη δουλεία
Μα σαν να δάκρυσεσ μου φάνηκε στην πόρτα
Κι έτσι ποιοσ πρόδωσε ποιον δεν ξέρω τελικά