Τα μαχαίρια
Καταμεσίσ στη ρεματιά
Λάμπουνε τα μαχαίρια
Ωσάν τα ψάρια αστραφτερά
Που κανείσ δεν τα προφταίνει
Μέσα στισ άγριεσ πρασινάδεσ
Ανεβαίνουν με το πλάι
Πάνω σε αψηλέσ φοράδεσ
Άγγελοι μαύροι έφερναν
Μέσα στο φωσ το αγριωπό
Μαντίλεσ και χιονόνερο
Ο χουάν αντόνιο στην πλαγιά
Πέφτει με μια λαβωματιά
Έχει ανεμώνεσ στο πλευρό
Και ρόδι έχει στον κρόταφο
Κατάκοπο απ' τισ φωνέσ τ' απόβραδο
Μεσ στισ συκέσ σωριάζεται λιπόθυμο
Κι οι μαύροι άγγελοι ολοένα
Με τα μεγάλα τουσ φτερά
Πετούσανε στο λιόγερμα