Η μπαλάντα ενός φιλήσυχου
Πωσ να κοπάσει ετούτη η τρικυμία
Τα κύματά τησ με καταζητούνε
Φορούν οι φίλοι πορφυρό μανδύα
Με ρούμι οι βοριάδεσ με κερνούνε
Στον όλμο εκεί υπνοβάτησ βλαστημάει
Και τρώει ένα κουκούρι σκεφτικόσ
Έφυγε απ' την καρδιά μου ο πανικόσ
Και γελαστόσ την πόρτα μου χτυπάει
Άλογο ατίθασο μακριά με φέρνει
Στων κυνηγών του χρόνου την αυλή
Ο πυρετόσ τουσ την ζωή μου παίρνει
Και τ' άλογό μου τρέπει σε φυγή
Η τρικυμία ποτέ δε θα σβηστεί
Για μιαν ανεξιχνίαστην αιτία
Καρφώθηκα σε όμορφη εξορία
Το πέλαγο καρφί μου και σφυρί