O Pavlos kai i Mina
Ο Παύλος και η Μίνα Παρίσια, Βερολίνα και λοιπά
τελειώνουνε τα μέλια το σπίτι σε θεμέλια πατρικά.
Η όμορφη η Μίνα δεν έβγαλε ούτε μήνα στο χωριό
τα σκάλισε η Φλώρα, ξαδέρφη μαυροφόρα, στο λεπτό.
Η Μίνα η πουτάνα ορφάνεψε από μάνα
την γλύκανε ένας μάγκας νταβατζής
και έπεσε στη λούμπα, Μεταξουργεία, Τρούμπα
κι έγινε κοκότα περιωπής.
Την ξέγραψε ο μπαμπάς της και πήγε μετανάστης
και τον κατάπιε η μαύρη ξενιτιά
κι η Μίνα στη μαστούρα με φούντα και ντατούρα
να πολεμάει δράκους και θεριά.
Φρικάρισε η Μίνα και φεύγει απ' την Αθήνα στα κρυφά
και πάει Σαλονίκη και έβγαλε τη φρίκη στα στεγνά.
Πώς γνώρισε το Παύλο, σε μπαρ, σε πρώην στάβλο, στο Ντεπώ
εκείνη του γελάει κι εκείνος της ζητάει αριθμό.
Του τα 'χε κρύψει όλα η Μίνα η καριόλα, το φρικιό
και πέρασαν οι μέρες και της πηγαίνει βέρες το ζαβό.
Τη γέμισε με δώρα μα είναι η ζήλια ψώρα και πληγή
τη γνώρισε ένα μάτι μια νύχτα στο Χορτιάτη κι ώς εκεί.
Τα έβγαλε στη φόρα η κουτσομπόλα η Φλώρα
και βούκινο γινήκαν στο χωριό
και ντροπιασμένη η Μίνα γυρνάει στην Αθήνα
και έγινε του δρόμου ξωτικό.
Κι ο Παύλος στην ξεφτίλα κατάρες για τη σκύλα
τη μοίρα βλαστημάει την κακιά
και ένα μαύρο βράδυ οπλίζει το ρημάδι
κι ανάμεσα στα μάτια του χτυπά.