Για σένα έχω μιλήσει
Γιά σένα έχω μιλήσει σέ καιρούσ παλιούσ
Μέ σοφέσ παραμάνεσ καί μ’αντάρτεσ απόμαχουσ
Από τί νά’ναι πού έχεισ τή θλίψη του αγριμιού
Τήν ανταύγεια στό μέτωπο του νερού του τρεμάμενου
Καί γιατί λέει νά μέλει κοντά σου νά’ρθω
Πού δέν θέλω αγάπη αλλά θέλω τόν άνεμο
Αλλά θέλω τησ ξέσκεπησ όρθιασ θάλασσασ τόν καλπασμό
Καί γιά σένα κανείσ δέν είχε ακούσει
Γιά σένα ούτε τό δίκταμο ούτε τό μανιτάρι
Στά μέρη τ’αψηλά τησ κρήτησ τίποτα
Γιά σένα μόνο δέχτηκε ο θεόσ νά μου οδηγεί τό χέρι
Πιό δωπιό κείπροσεχτικά σ’όλα τό γύρο
Του γιαλού του προσώπουτούσ κόλπουστά μαλλιά
Στό λόφο κυματίζοντασ αριστερά
Τό σώμα σου στή στάση του πεύκου του μοναχικού
Μάτια τησ περηφάνειασ καί του διάφανου
Βυθούμέσα στό σπίτι μέ τό σκρίνιο τό παλιό
Τίσ κίτρινεσ νταντέλεσ καί τό κυπαρισσόξυλο
Μόνοσ νά περιμένω που θά πρωτοφανείσ
Ψηλά στό δώμα ή πίσω στίσ πλάκεσ τησ αυλήσ
Μέ τ’άλογο του αγίου καί τό αυγό τησ ανάστασησ
Σάν από μιά τοιχογραφία καταστραμμένη
Μεγάλη όσο σέ θέλησε η μικρή ζωή
Νά χωράσ στό κεράκι τή στεντόρεια λάμψη τήν ηφαιστειακή
Πού κανείσ νά μήν έχει δεί καί ακούσει
Τίποτα μέσ στίσ ερημιέσ τά ερειπωμένα σπίτια
Ούτε ο θαμμένοσ πρόγονοσ άκρη άκρη στόν αυλόγυρο
Γιά σέναούτε η γερόντισσα μ’όλα τησ τά βοτάνια
Γιά σένα μόνο εγώμπορείκαί η μουσική
Πού διώχνω μέσα μου αλλ’ αυτή γυρίζει δυνατότερη
Γιά σένα τό ασχημάτιστο στήθοσ των δώδεκα χρονώ
Τό στραμμένο στό μέλλον με τόν κρατήρα κόκκινο
Γιά σένα σάν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
Πού βρίσκει μέσ στό σώμα καί πού τρυπάει τή θύμηση
Καί νά τό χώμανά τά περιστέριανά η αρχαία μασ γή