Ήθελε να ζήσει
Ένιωσα τη βέρα στο μεσιανό του δάχτυλο
Πρώτη φορά μου παίρνανε
Τόσο χρυσάφι μέσα από τα χέρια
Ήθελε να ζήσει
Όσο θέλουμε κι εμείσ
Κι όμωσ τον σκοτώσαν
Είχε ένα χαμόγελο
Σαν τη στιγμή που στρίβω τη γωνιά
Και βλέπω φωσ
Στο παράθυρό σου
Κι όμωσ τον σκοτώσανε
Μπόρεσε και δέχτηκε πωσ θα τον ξεχάσουμε
Όπωσ ξεχνάσ μια πέτρα που κρατάει το σπίτι σου
Κι όμωσ τον σκοτώσανε
Κοίτα να πασ στην ξαδέρφη του κωστή
Μόνο πρόσεξε μην κλάψεισ
Όπωσ βουρκώνουνε τα μάτια των ποιητών
Που έχουν έτοιμο το δάκρυ
Σαν τουσ σοφέρ το κλάξον μεσ στην πολυκοσμία
Να κάτσεισ να τα πείτε
Όπωσ μιλάνε οι ζωντανοί
Να θυμηθείτε τα μάτια που σκοπεύουν
Μια ντροπή πιο κάτω από τον ώμο
Τα μάτια που κοιτάνε
Μια τελευταία φορά πιο πάνω από τισ στέγεσ
Μα πριν απ' όλα μην ξεχάσεισ
Πωσ απ' τουσ δέκα που τον ρίξαν
Οι εφτά
Ήταν άλλοτε δικοί μασ
Απ' τουσ εφτά
Οι τρεισ
Εσείσ οι δυο που δεν πιστέψατε ακόμα
Πωσ ένα μπλε σακάκι
Ξεμαθαίνει να αγκαλιάζει
Μόλισ κλείνει κρεμασμένο στο ντουλάπι δυο λεφτά
Κι εγώ
Που τάχα θα προστάξω
Τα χάρτινα στήθη των στίχων
Να σώσω τον κωστή
Απ' την ανωνυμία